- φεύγω
- έφυγα1. αμτβ., απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, παίρνω δρόμο: Φεύγετε να φεύγουμε, τ' έρχεται ο τουρλόπαπας… (δημ. τραγ., δηλ. όπου φύγει, φύγει).2. αναχωρώ, αποχωρώ, απομακρύνομαι, αποσύρομαι: Αύριο φεύγω για το Σιδηρόκαστρο.3. διαφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ: Μου σκανταλίστη το κλουβί και μου 'φυγε τ' αηδόνι (δημ. τραγ.).4. μτβ., απομακρύνομαι για να απαλλαγώ από κάτι κακό, αποφεύγω: Έφυγε τον κίνδυνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.